τικτικος

τικτικος
    τικτικός
    3
    разрешающий от бремени
    

(φάρμακον Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τικτικος" в других словарях:

  • τικτικός — και τεκτικός, ή, όν, Α [τίκτω / τέκος] 1. αυτός που ανήκει, ή αναφέρεται στον τοκετό ή είναι χρήσιμος και κατάλληλος για τον τοκετό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τικτικόν (ενν. φάρμακον) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται στις επιτόκους …   Dictionary of Greek

  • τικτικόν — τικτικός of masc acc sg τικτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τικτικαί — τικτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεκτικός — ή, όν, Α βλ. τικτικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»